ὡριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο [[διάλειμμα]]» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωριαία [[γωνία]]»<br /><b>αστρον.</b> η [[γωνία]] η οποία σχηματίζεται [[ανάμεσα]] στον [[ουράνιο]] μεσημβρινό ενός παρατηρητή, [[δηλαδή]] τον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από το [[κεφάλι]] του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, [[δηλαδή]] οποιονδήποτε άλλον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, [[πάνω]] στον οποίο βρίσκεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />β) «[[ωριαίος]] [[κύκλος]]»<br /><b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[μέγιστος]] [[κύκλος]] της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο [[οποίος]] [[είναι]] [[κάθετος]] [[προς]] τον [[ουράνιο]] ισημερινό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωριαίως</i> και <i>ωριαία</i> Ν<br />ανά μία ώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>νωτ</i>-<i>ιαῖος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο [[διάλειμμα]]» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωριαία [[γωνία]]»<br /><b>αστρον.</b> η [[γωνία]] η οποία σχηματίζεται [[ανάμεσα]] στον [[ουράνιο]] μεσημβρινό ενός παρατηρητή, [[δηλαδή]] τον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από το [[κεφάλι]] του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, [[δηλαδή]] οποιονδήποτε άλλον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, [[πάνω]] στον οποίο βρίσκεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />β) «[[ωριαίος]] [[κύκλος]]»<br /><b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[μέγιστος]] [[κύκλος]] της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο [[οποίος]] [[είναι]] [[κάθετος]] [[προς]] τον [[ουράνιο]] ισημερινό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωριαίως</i> και <i>ωριαία</i> Ν<br />ανά μία ώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νωτιαῖος]])].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 07:05, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡριαῖος Medium diacritics: ὡριαῖος Low diacritics: ωριαίος Capitals: ΩΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hōriaîos Transliteration B: hōriaios Transliteration C: oriaios Beta Code: w(riai=os

English (LSJ)

α, ον, (ὥρα(c) A.11) an hour long, διάστημα Hipparch.3.5.4, al., cf. S.E.M.5.63, Ptol.Geog.1.11.1, al.; μέγεθος Vett.Val.22.4.

German (Pape)

[Seite 1414] eine Stunde lang, διάστημα Ptolem.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)
2. φρ. α) «ωριαία γωνία»
αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται ανάμεσα στον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή, δηλαδή τον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από το κεφάλι του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, δηλαδή οποιονδήποτε άλλον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, πάνω στον οποίο βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα
β) «ωριαίος κύκλος»
αστρον. κάθε μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο οποίος είναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό.
επίρρ...
ωριαίως και ωριαία Ν
ανά μία ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαῖος)].

Greek (Liddell-Scott)

ὡριαῖος: -α, -ον, (ὥρα Α. ΙΙ) ὁ ἔχων διάστημα μιᾶς ὥρας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 63.

Russian (Dvoretsky)

ὡριαῖος: ὥρα 8] часовой (διαστήματα Sext.).