ὡροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὡροσκόπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που, παρατηρώντας το [[ωροσκόπιο]] κάποιου, προλέγει το [[μέλλον]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὡροσκόπος]]<br />η [[ερμηνεία]] της τύχης από την [[παρατήρηση]] της ώρας του τοκετού<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὡροσκόποι</i><br />αστρικές θεότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αστερο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=ο / [[ὡροσκόπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που, παρατηρώντας το [[ωροσκόπιο]] κάποιου, προλέγει το [[μέλλον]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὡροσκόπος]]<br />η [[ερμηνεία]] της τύχης από την [[παρατήρηση]] της ώρας του τοκετού<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὡροσκόποι</i><br />αστρικές θεότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αστερο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[astrologer]]===
Arabic: مُنَجِّم‎, مُنَجِّمَة‎; Azerbaijani: münəccim; Basque: astrologo; Catalan: astròleg; Chinese Mandarin: 占星家; Czech: astrolog,hvězdopravec; Danish: astrolog; Dutch: [[astroloog]], [[sterrenwichelaar]]; Esperanto: astrologo, astrologiisto; Faroese: stjørnuspámaður, stjørnuspáfólk; Finnish: astrologi; French: [[astrologue]]; Galician: astrólogo, astróloga, estreleiro; German: [[Astrologe]], [[Astrologin]], [[Sterndeuter]], [[Sterndeuterin]]; Greek: [[αστρολόγος]]; Ancient Greek: [[ἀποτελεσματολόγος]], [[ἀστεροσκόπος]], [[ἀστροδίφης]], [[ἀστρολόγος]], [[ἀστρόμαντις]], [[γαζαρηνός]], [[γενεθλιαλόγος]], [[γενεσιαλόγος]], [[μετεωρολόγος]], [[μετεωροσοφιστής]], [[ὡρολόγος]], [[ὡροσκόπος]]; Hindi: ज्योतिष, ज्योतिषी; Ido: astrologo; Indonesian: astrolog; Irish: astralaí; Japanese: 占星術師; Latin: astrologus; Malay: ahli nujum; Nepali: ज्योतिष, ज्योतिषी; Persian: اخترگو‎; Polish: astrolog; Portuguese: [[astrólogo]]; Romanian: astrolog; Russian: [[астролог]], [[звездочёт]]; Sanskrit: ज्योतिष; Spanish: [[astrólogo]], [[astróloga]]; Swahili: mnajimu; Swedish: astrolog; Telugu: దైవజ్ఞుడు; Uzbek: munajjim; Volapük: strologan
}}
}}

Revision as of 05:20, 29 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡροσκόπος Medium diacritics: ὡροσκόπος Low diacritics: ωροσκόπος Capitals: ΩΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hōroskópos Transliteration B: hōroskopos Transliteration C: oroskopos Beta Code: w(ro/skopos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, Astrol.,
A caster of nativities, astrologer, τὰς τῶν ὡροσκόπων βοτάνας Gal.11.798.
2 Adj., of the ascendant (v. infr. ΙΙ), φέγγεα Man.4.59, cf. 496.
II as substantive, ὡροσκόπος, ὁ, the sign or degree rising at the time of birth, ascendant, Ptol.Tetr.33, 130, S.E.M.5.12, 50, 61, Porph. ap. Stob.2.8.42.
2 pl., of certain stellar deities whose names agree in part with those of the δεκανοί ΙΙ, from which, however, they are distinguished, τῶν λσ λαμπρῶν ὡροσκόπων PLond.1.98r15, al., cf. Iamb.Myst.8.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὡροσκόπος: ὁ, ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ παρατηρῶν τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ἑρμηνεύων τὴν τύχην τοῦ γεννωμένου ἢ γεννηθέντος, ὅθεν = ὡρολόγος, Κλήμ. Ἀλ. 757. 2) ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὡροσκόπησιν, Μανέθ. 4. 59, 125. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., ἑρμηνεία τῆς τύχης ἐκ τῆς παρατηρήσεως τῆς ὥρας τοῦ τοκετοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12, 50, 61, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 386.

Russian (Dvoretsky)

ὡροσκόπος: ὁ Sext. = ὡροσκοπεῖον.

German (Pape)

[Seite 1415] die Jahreszeiten, Stunden beobachtend, bes. die Geburtsstunde beobachtend, sie deutend, der Nativitätsteller, S. Emp. adv. astrol. 12, oft, u. a. Sp.

Greek Monolingual

ο / ὡροσκόπος, -ον, ΝΑ
το αρσ. ως ουσ. αστρολ. αυτός που, παρατηρώντας το ωροσκόπιο κάποιου, προλέγει το μέλλον του
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση
2. το αρσ. ως ουσ.ὡροσκόπος
η ερμηνεία της τύχης από την παρατήρηση της ώρας του τοκετού
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡροσκόποι
αστρικές θεότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο-σκόπος].

Translations

astrologer

Arabic: مُنَجِّم‎, مُنَجِّمَة‎; Azerbaijani: münəccim; Basque: astrologo; Catalan: astròleg; Chinese Mandarin: 占星家; Czech: astrolog,hvězdopravec; Danish: astrolog; Dutch: astroloog, sterrenwichelaar; Esperanto: astrologo, astrologiisto; Faroese: stjørnuspámaður, stjørnuspáfólk; Finnish: astrologi; French: astrologue; Galician: astrólogo, astróloga, estreleiro; German: Astrologe, Astrologin, Sterndeuter, Sterndeuterin; Greek: αστρολόγος; Ancient Greek: ἀποτελεσματολόγος, ἀστεροσκόπος, ἀστροδίφης, ἀστρολόγος, ἀστρόμαντις, γαζαρηνός, γενεθλιαλόγος, γενεσιαλόγος, μετεωρολόγος, μετεωροσοφιστής, ὡρολόγος, ὡροσκόπος; Hindi: ज्योतिष, ज्योतिषी; Ido: astrologo; Indonesian: astrolog; Irish: astralaí; Japanese: 占星術師; Latin: astrologus; Malay: ahli nujum; Nepali: ज्योतिष, ज्योतिषी; Persian: اخترگو‎; Polish: astrolog; Portuguese: astrólogo; Romanian: astrolog; Russian: астролог, звездочёт; Sanskrit: ज्योतिष; Spanish: astrólogo, astróloga; Swahili: mnajimu; Swedish: astrolog; Telugu: దైవజ్ఞుడు; Uzbek: munajjim; Volapük: strologan