βάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βάσῐμος:''' (ᾰ) проходимый, доступный (τόποι Dem., Plut., Diod.; β. [[ἱστορία]] [[χρόνος]] Plut.).
|elrutext='''βάσῐμος:''' (ᾰ) [[проходимый]], [[доступный]] (τόποι Dem., Plut., Diod.; β. [[ἱστορία]] [[χρόνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:40, 27 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰ́σῐμος Medium diacritics: βάσιμος Low diacritics: βάσιμος Capitals: ΒΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: básimos Transliteration B: basimos Transliteration C: vasimos Beta Code: ba/simos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (βαίνω) A passable, accessible, D.S.5.44,al. (dub. sens. in Tim.Pers.65); τόποι S.E.M.1.78: metaph. of a rhetorical τόπος, D.25.76, cf. D.S.23.15, al.; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plu.Thes.1. II fixed, stable, Eustr. in EN98.3.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lugares accesible, practicable Tim.15.57, ὁδοὶ πᾶσαι Ph.1.297, γῆ Sitz.Wien.265(1).1969.14.100 (Lidia I d.C.), πεδιάς Aristid.Quint.59.13, χῶρος Aristid.Or.39.6, τόποι S.E.M.1.78, τὸ ἄδυτον Clem.Al.Strom.5.6.34
c. dat. γῆ καὶ θάλασσα ... ἀνθρώποις I.AI 3.123, τόπος ... ἀνθρώπῳ D.S.5.44, πέτρα ... τοῖς πτηνοῖς Polyaen.4.3.29, ref. a Atenas ποῖος γὰρ τόπος τοῖς ξένοις β. εἰς παιδείαν; D.S.13.27
subst. τὸ βάσιμον = practicabilidad de un terreno, Hld.2.3.2.
2 fig., de abstr. viable, posible c. dat. τούτῳ δ' οὐδέν'... τῶν τόπων ... βάσιμον ref. al τόπος ret., D.25.76, cf. Eun.VS 489, πάντα γὰρ τῇ συνέσει βάσιμα D.S.23.15.10, ἔρωτι δὲ ἄρα πάντα βάσιμα Longus 3.5.4, βάσιμον ἱστορίᾳ ... χρόνον época viable para una investigación histórica Plu.Thes.1, αὐτῇ τὸ χρῆμα ref. al embarazo de Sara, Cyr.Al.M.72.113C, βάσιμον τῷ εὐδαίμονι τὸ μακάριον Eustr.in EN 98.3.
II firme, seguro, estable Hsch.

German (Pape)

[Seite 437] gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, τόπος τινί Dem. 25, 76; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on peut marcher, accessible.
Étymologie: βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάσιμος -ον βάσις begaanbaar, toegankelijk.

Russian (Dvoretsky)

βάσῐμος: (ᾰ) проходимый, доступный (τόποι Dem., Plut., Diod.; β. ἱστορία χρόνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βάσιμος: [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, βατός, προσιτός, Δημ. 763. 5· χρόνος ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.

Greek Monotonic

βάσῐμος: [ᾰ], -ον (βαίνω), προσβάσιμος, προσιτός, σε Δημ., Πλούτ.

Middle Liddell

βαίνω
passable, accessible, Dem., Plut.