ἀχόρταστος: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἄατος, ἄβορος" to "Ancient Greek: ἄατος, ἄβαρτος, ἄβορος")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀχόρταστος:''' [[ненасытный]] ([[τύχη]] Men.).
|elrutext='''ἀχόρταστος:''' [[ненасытный]] ([[τύχη]] Men.).
}}
{{grml
|mltxt=[[αχόρταγος]] και [[αχόρταστος]], -η, -ο (AM [[ἀχόρταστος]], -ον [[χορτάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο [[ακόρεστος]], ο [[άπληστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος<br /><b>2.</b> [[λαίμαργος]], [[αδηφάγος]]<br /><b>3.</b> [[ανικανοποίητος]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 12:17, 3 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχόρταστος Medium diacritics: ἀχόρταστος Low diacritics: αχόρταστος Capitals: ΑΧΟΡΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: achórtastos Transliteration B: achortastos Transliteration C: achortastos Beta Code: a)xo/rtastos

English (LSJ)

ον, unfed, starving, τύχη Men.690, Sm.Ps.58(59).16; = ἄπληστος, Hsch.:—hence substantive ἀχορτασία, ἡ, ravenous hunger, Sm.De.28.20.

Spanish (DGE)

-ον
voraz, insaciable τύχη Men.Comp.1.293, 2.52, τέρας Isid.Pel.Ep.M.78.668C, κοιλίη Eus.Alex.Serm.M.86.400B, cf. Hsch., Cyran.1.6.14, Sch.A.Pr.371(p.217)D.

German (Pape)

[Seite 419] ungefüttert, ungesättigt, τύχη Men. in Comp. Men. et Phil. p. 359.

Russian (Dvoretsky)

ἀχόρταστος: ненасытный (τύχη Men.).

Greek Monolingual

αχόρταγος και αχόρταστος, -η, -ο (AM ἀχόρταστος, -ον χορτάζω
αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος
2. λαίμαργος, αδηφάγος
3. ανικανοποίητος.

Translations

insatiable

Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: onverzadigbaar; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Greek: ακόρεστος, ανεχόρταγος, ανικανοποίητος, αξεδίψαστος, άπληστος, αχόρταγος, αχόρταστος; Ancient Greek: ἄατος, ἄβαρτος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Latin: insatiabilis; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний