ἀντίπους: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον [[μέρος]] τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, [[πολλάκις]] ἂν στὰς [[ἀντίπους]] ταὐτὸν [[αὐτοῦ]] [[κάτω]] καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· [[οὕτως]], [[ἀντίπους]] ἔσται πορευόμενος [[ἕκαστος]] αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ [[ἀντίποδες]], ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. [[ἀντίχθων]] 2, [[περίοικος]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἀντίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον [[μέρος]] τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, [[πολλάκις]] ἂν στὰς [[ἀντίπους]] ταὐτὸν αὐτοῦ [[κάτω]] καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· [[οὕτως]], [[ἀντίπους]] ἔσται πορευόμενος [[ἕκαστος]] αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ [[ἀντίποδες]], ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. [[ἀντίχθων]] 2, [[περίοικος]] ΙΙΙ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίπους]], -ουν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αντίποδας]].
|mltxt=[[ἀντίπους]], -ουν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αντίποδας]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπους Medium diacritics: ἀντίπους Low diacritics: αντίπους Capitals: ΑΝΤΙΠΟΥΣ
Transliteration A: antípous Transliteration B: antipous Transliteration C: antipous Beta Code: a)nti/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. οδος, with the feet opposite, στὰς ἀ., of one at the Antipodes, Pl. Ti.63a; so ἀ. ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὑτῷ Arist. Cael.308b20, cf. Eratosth.16.19; οἱ ἀ. the Antipodes, Str. 1.1.13, Cleom.1.2, Cic.Acad.Pr.2.39.123, Plu.2.869c.

Spanish (DGE)

-ουν
1 situado en los antípodas στὰς ἀ. Pl.Ti.63a, cf. Eratosth.16.19, Luc.Nau.44, Ach.Tat.Intr.Arat.29, 31
subst. οἱ ἀ. los antípodas Pythag.B 1a, Cleom.1.2.12, Cic.Acad.2.123, Plin.HN 4.90, Luc.Demon.22, Isid.Etym.9.2.133.
2 irón. plu. que no ven el sol porque duermen de día, Seneca Ep.122.3.

German (Pape)

[Seite 259] οδος, mit entgegengekehrten Füßen, Plat. Tim. 63 a; οἱ ἀντίποδες, die Gegenfüßler, Plut. fac. orb. lun. 7; Cic. Acad. II, 39.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. -ποδος
qui a les pieds opposés aux nôtres ; οἱ ἀντίποδες les antipodes.
Étymologie: ἀντί, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίπους: ποδος adj. обращенный ногами в противоположную сторону (Plat., Arst.; см. ἀντίποδες).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον μέρος τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· οὕτως, ἀντίπους ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ ἀντίποδες, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. ἀντίχθων 2, περίοικος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ἀντίπους, -ουν (Α)
βλ. αντίποδας.