Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pa
|Transliteration C=pa
|Beta Code=pa
|Beta Code=pa
|Definition=apoc. for <b class="b3">παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι</b>, <span class="title">GDI</span>3536a20, 3542.11 (Cnidus).
|Definition=apoc. for <b class="b3">παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι</b>, ''GDI''3536a20, 3542.11 (Cnidus).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πα Medium diacritics: πα Low diacritics: πα Capitals: ΠΑ
Transliteration A: pa Transliteration B: pa Transliteration C: pa Beta Code: pa

English (LSJ)

apoc. for παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι, GDI3536a20, 3542.11 (Cnidus).

Greek Monolingual

(I)
πᾷ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πη (II).
(II)
επιφώνημα που, επαναλαμβανόμενο πα, πα, πα, δηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή άρνηση αποδοχής.
(III)
πα (Α)
αποκοπή της πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).
(IV)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπα) βλ. όπα.
(V)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.
(VI)
πᾳ (Α)
(δωρ. εγκλιτ. τ. αντί πῃ) βλ. πη.
(VII)
μουσ. ο πρώτος φθόγγος της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος περίπου προς τον ρε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νη (ΙΙ)].

German (Pape)

[ᾱ], indef. = πη.