αἰθίοψ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 1: Line 1:
{{pape
|ptext=οπος, <i>[[sonnverbrannt]]</i>, [[χρώς]] Mel. 111 (VII.196). Dah. <i>die [[Äthiopier]]</i>.
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰθίοψ:''' οπος adj. обожженный солнцем, загорелый ([[χρώς]] Anth.).
|elrutext='''αἰθίοψ:''' οπος adj. обожженный солнцем, загорелый ([[χρώς]] Anth.).
Line 10: Line 13:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] καμένο πρόσωπο, [[μαῦρος]]). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: [[αἴθω]] + [[ὄψ]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[αἴθω]].
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] καμένο πρόσωπο, [[μαῦρος]]). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: [[αἴθω]] + [[ὄψ]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[αἴθω]].
}}
{{pape
|ptext=οπος, <i>[[sonnverbrannt]]</i>, [[χρώς]] Mel. 111 (VII.196). Dah. <i>die [[Äthiopier]]</i>.
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

German (Pape)

οπος, sonnverbrannt, χρώς Mel. 111 (VII.196). Dah. die Äthiopier.

Russian (Dvoretsky)

αἰθίοψ: οπος adj. обожженный солнцем, загорелый (χρώς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθίοψ -οπος αἴθω als adj. donker.

Spanish (DGE)

-οπος
rojizo χρώς del cuerpo de una cigarra AP 7.196 (Mel.), χροιά del color de una flor, Ach.Tat.4.5.2
tinto, oscuro Αἰθίοψ· ὁ Λέσβιος, μέλας ἢ τὸ κεράμιον Hsch.
• DMic.: a3-ti-jo-qo.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει καμένο πρόσωπο, μαῦρος). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: αἴθω + ὄψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό αἴθω.