διάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (pape replacement)
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[colocar la urdimbre en el telar]], [[comenzar el tejido]] ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς [[αὐτοῦ]] ref. a Sansón, [[LXX]] <i>Id</i>.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores</i> [[LXX]] <i>Is</i>.19.10, Sch.Ar.<i>Au</i>.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. [[ᾆσμα]].<br /><b class="num">2</b> fig. [[urdir]], [[configurar]] ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.<i>Ps</i>.138.13.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. sobre la r. que da lugar a [[ἄττομαι]] q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[colocar la urdimbre en el telar]], [[comenzar el tejido]] ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ref. a Sansón, [[LXX]] <i>Id</i>.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores</i> [[LXX]] <i>Is</i>.19.10, Sch.Ar.<i>Au</i>.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. [[ᾆσμα]].<br /><b class="num">2</b> fig. [[urdir]], [[configurar]] ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.<i>Ps</i>.138.13.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. sobre la r. que da lugar a [[ἄττομαι]] q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:30, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάζομαι Medium diacritics: διάζομαι Low diacritics: διάζομαι Capitals: ΔΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diázomai Transliteration B: diazomai Transliteration C: diazomai Beta Code: dia/zomai

English (LSJ)

set the warp in the loom, i.e. begin the web, Nicopho5; opp. προφορεῖσθαι τὸν στήμονα, Sch.Ar.Av.4; cf. δίασμα: διέζετο (post διαείδεται) · διεσχίζετο, Hsch.

Spanish (DGE)

1 colocar la urdimbre en el telar, comenzar el tejido ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ref. a Sansón, LXX Id.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores LXX Is.19.10, Sch.Ar.Au.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. ᾆσμα.
2 fig. urdir, configurar ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.Ps.138.13.
• Etimología: Comp. sobre la r. que da lugar a ἄττομαι q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω.

Greek (Liddell-Scott)

διάζομαι: ἀποθ., τοποθετῶ, τακτοποιῶ τὸν στήμονα εἰς τὸν ἱστὸν («ἐργαλειό»), ἀρχίζω νά ὑφαίνω (κοιν. «διάζομαι»), Νικοφ. Πανδωρ. 1· ἀντίθ., προφορεῖσθαι τὸν στήμονα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 4· -πρβλ. δίασμα, ἄττομαι.

Greek Monolingual

(AM διάζομαι)
1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό
2. επείγομαι, βιάζομαι
αρχ.
διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< άτ-ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε -ζω].

Frisk Etymological English

See also: s. ἄττομαι.

Frisk Etymology German

διάζομαι: {diázomai}
Grammar: v.
See also: s. ἄττομαι.
Page 1,383

German (Pape)

die Fäden auf dem Webstuhl aufziehen und das Geweb anfangen, indem man die Fäden kreuzt (διά, s. Lobeck paralip. 441), späterer Ausdruck für στῆσαι τὸν στήμονα, nach Poll. 7.32; nach B.A. 461 das att. ἄττομαι; vgl. Schol Ar. Av. 4.