τρυχηρός: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[ῡ], <i>[[zerlumpt]], [[zersetzt]]</i>, [[überhaupt]] <i>[[abgerissen]], [[abgenutzt]], [[erschöpft]]</i>; bes. von Kleidern und vom menschlichen [[Leibe]]; Eur. <i>Tr</i>. 496, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην [[χρόα]] πέπλων λακίσματα; <i> | |ptext=[ῡ], <i>[[zerlumpt]], [[zersetzt]]</i>, [[überhaupt]] <i>[[abgerissen]], [[abgenutzt]], [[erschöpft]]</i>; bes. von Kleidern und vom menschlichen [[Leibe]]; Eur. <i>Tr</i>. 496, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην [[χρόα]] πέπλων λακίσματα; <i>Vetera Lexica</i>, erkl. [[ῥακώδης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ά, όν, A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496. II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυχηρός -ά -όν [τρῦχος] versleten, gehavend.
Russian (Dvoretsky)
τρῡχηρός: изношенный, изорванный: τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Eur. изорванные лохмотья на истерзанном теле.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος
2. βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].
Greek Monotonic
τρῡχηρός: -ά, -όν (τρῦχος), ρακώδης, κουρελιασμένος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.
Middle Liddell
τρῡχηρός, ή, όν τρῦχος
ragged, tattered, Eur.
English (Woodhouse)
ragged, tattered, torn, of clothes
German (Pape)
[ῡ], zerlumpt, zersetzt, überhaupt abgerissen, abgenutzt, erschöpft; bes. von Kleidern und vom menschlichen Leibe; Eur. Tr. 496, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματα; Vetera Lexica, erkl. ῥακώδης.