τροχερός: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend.
|elnltext=τροχερός -ά -όν [τρόχος] [[snel bewegend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχερός Medium diacritics: τροχερός Low diacritics: τροχερός Capitals: ΤΡΟΧΕΡΟΣ
Transliteration A: trocherós Transliteration B: trocheros Transliteration C: trocheros Beta Code: troxero/s

English (LSJ)

ά, όν, (τροχός) running, tripping, τ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Arist.Rh.1409a1; cf. τροχαῖος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
courant, coulant.
Étymologie: τροχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend.

Russian (Dvoretsky)

τροχερός: беглый, быстрый (ῥυθμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τροχερός: -ά, -όν, (τροχὸς) ὁ τρέχων, τροχάζων, τρ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. τροχαῖος ΙΙ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει
2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].

Greek Monotonic

τροχερός: -ά, -όν (τροχός), αυτός που τρέχει, ταχύς, σε Αριστ.

Middle Liddell

τροχερός, ή, όν τροχός
running, tripping, Arist.

German (Pape)

schnell, umlaufend, ῥυθμός, Arist. rhet. 3.8.