νηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nhktiko/s
|Beta Code=nhktiko/s
|Definition=ή, όν, [[able to swim]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.171</span>; also <b class="b3">ν. τέχνη</b> ibid.
|Definition=ή, όν, [[able to swim]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.171</span>; also <b class="b3">ν. τέχνη</b> ibid.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Schwimmen]] [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, S.Emp. <i>adv. math</i>. 9.171.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νηκτικός]], -ή, -όν) [[νήκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο [[ικανός]] και [[επιδέξιος]] στην [[κολύμβηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] στην [[κολύμβηση]], αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην [[κολύμβηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «νηκτική [[κύστη]]»<br /><b>ζωολ.</b> γεμάτη [[αέρια]] σπλαγχνική [[κύστη]] πολλών ακτινοπτερύγιων ιχθύων, η οποία χρησιμεύει [[κυρίως]] ως υδροστατικό όργανο<br />β) «[[νηκτικός]] [[σύνδεσμος]] του ποδιού»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] ινωδών δεσμίδων που βρίσκονται [[κάτω]] από την [[επιδερμίδα]] του πέλματος και συνδέουν τις βάσεις τών δακτύλων<br />γ) «[[νηκτικός]] [[σύνδεσμος]] του χεριού»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] ινών που σχηματίζουν [[ταινία]] η οποία συνδέει τις βάσεις τών δακτύλων<br />δ) «[[νηκτικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λεπτός]] [[υμένας]] ο [[οποίος]] συνδέει τους δακτύλους τών χεριών και τών ποδιών [[κατά]] την εμβρυϊκή [[ηλικία]]<br />ε) «[[νηκτικός]] κώδωνας»<br /><b>ζωολ.</b> κυστοειδές [[εξάρτημα]] τών σιφωνοφόρων το οποίο βρίσκεται [[κάτω]] από τον κύριο πλωτήρα και χρησιμεύει για την [[επίπλευση]] της αποικίας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νηκτικά</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών στεγανόποδων πτηνών, όπως [[είναι]] οι πάπιες και οι χήνες, που [[είναι]] ικανά να επιπλέουν, να κολυμπούν, [[αλλά]] και να βυθίζονται στο [[νερό]] [[κατά]] [[βούληση]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νηκτικός]], -ή, -όν) [[νήκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο [[ικανός]] και [[επιδέξιος]] στην [[κολύμβηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] στην [[κολύμβηση]], αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην [[κολύμβηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «νηκτική [[κύστη]]»<br /><b>ζωολ.</b> γεμάτη [[αέρια]] σπλαγχνική [[κύστη]] πολλών ακτινοπτερύγιων ιχθύων, η οποία χρησιμεύει [[κυρίως]] ως υδροστατικό όργανο<br />β) «[[νηκτικός]] [[σύνδεσμος]] του ποδιού»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] ινωδών δεσμίδων που βρίσκονται [[κάτω]] από την [[επιδερμίδα]] του πέλματος και συνδέουν τις βάσεις τών δακτύλων<br />γ) «[[νηκτικός]] [[σύνδεσμος]] του χεριού»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] ινών που σχηματίζουν [[ταινία]] η οποία συνδέει τις βάσεις τών δακτύλων<br />δ) «[[νηκτικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λεπτός]] [[υμένας]] ο [[οποίος]] συνδέει τους δακτύλους τών χεριών και τών ποδιών [[κατά]] την εμβρυϊκή [[ηλικία]]<br />ε) «[[νηκτικός]] κώδωνας»<br /><b>ζωολ.</b> κυστοειδές [[εξάρτημα]] τών σιφωνοφόρων το οποίο βρίσκεται [[κάτω]] από τον κύριο πλωτήρα και χρησιμεύει για την [[επίπλευση]] της αποικίας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νηκτικά</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών στεγανόποδων πτηνών, όπως [[είναι]] οι πάπιες και οι χήνες, που [[είναι]] ικανά να επιπλέουν, να κολυμπούν, [[αλλά]] και να βυθίζονται στο [[νερό]] [[κατά]] [[βούληση]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Schwimmen]] [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, S.Emp. <i>adv. math</i>. 9.171.
}}
}}

Revision as of 12:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκτικός Medium diacritics: νηκτικός Low diacritics: νηκτικός Capitals: ΝΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nēktikós Transliteration B: nēktikos Transliteration C: niktikos Beta Code: nhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to swim, S.E.M.9.171; also ν. τέχνη ibid.

German (Pape)

zum Schwimmen gehörig, geschickt, S.Emp. adv. math. 9.171.

Russian (Dvoretsky)

νηκτικός: умеющий плавать Sext.

Greek (Liddell-Scott)

νηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ νήχηται, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 171.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νηκτικός, -ή, -όν) νήκτης
1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση
2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση
νεοελλ.
1. φρ. α) «νηκτική κύστη»
ζωολ. γεμάτη αέρια σπλαγχνική κύστη πολλών ακτινοπτερύγιων ιχθύων, η οποία χρησιμεύει κυρίως ως υδροστατικό όργανο
β) «νηκτικός σύνδεσμος του ποδιού»
ανατ. σύνολο ινωδών δεσμίδων που βρίσκονται κάτω από την επιδερμίδα του πέλματος και συνδέουν τις βάσεις τών δακτύλων
γ) «νηκτικός σύνδεσμος του χεριού»
ανατ. σύνολο ινών που σχηματίζουν ταινία η οποία συνδέει τις βάσεις τών δακτύλων
δ) «νηκτικός υμένας»
ανατ. λεπτός υμένας ο οποίος συνδέει τους δακτύλους τών χεριών και τών ποδιών κατά την εμβρυϊκή ηλικία
ε) «νηκτικός κώδωνας»
ζωολ. κυστοειδές εξάρτημα τών σιφωνοφόρων το οποίο βρίσκεται κάτω από τον κύριο πλωτήρα και χρησιμεύει για την επίπλευση της αποικίας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νηκτικά
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών στεγανόποδων πτηνών, όπως είναι οι πάπιες και οι χήνες, που είναι ικανά να επιπλέουν, να κολυμπούν, αλλά και να βυθίζονται στο νερό κατά βούληση.