ὑψιπετής: Difference between revisions
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=οὐρανοκατέβατος). Ἀπό τό ὕψι + [[πίπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[οὐρανοκατέβατος]]). Ἀπό τό ὕψι + [[πίπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ές, <i>aus der [[Höhe]] od. vom [[Himmel]] [[gefallen]]</i>. | |ptext=ές, <i>aus der [[Höhe]] od. vom [[Himmel]] [[gefallen]]</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, (πίπτω) A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid. 2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.). 3 v. foreg. fin.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιπετής: находящийся в вышине, горний (οὐράνιον μέλαθρον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτω), ὁ ἐκ τοῦ ὕψους, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Εὐστ. 1520. 60, Σουΐδ.· πρβλ. Διϊπετής· ― καθόλου, οὐράνιον ὑψ. ἐς μέλαθρον Εὐρ. Ἑκ. 1100, πρβλ. τὸ τῆς σημερινῆς «οὐρανοκατέβατος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 309, 310.
Greek Monolingual
ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, -ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α
αυτός που πετάει στα ύψη
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πέτης (< πέτομαι «πετώ»].
-ές / ὑψιπετής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·
Mantoulidis Etymological
(=οὐρανοκατέβατος). Ἀπό τό ὕψι + πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.