καταφάσκω: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katafasko | |Transliteration C=katafasko | ||
|Beta Code=katafa/skw | |Beta Code=katafa/skw | ||
|Definition== [[κατάφημι]], | |Definition== [[κατάφημι]], Phld.''Piet.''123, Ph.1.104; περί τινος Gal. 10.37,al.; [[answer in the affirmative]], ἐρώτησιν Id.7.526:—Pass., A.D. ''Synt.''245.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
= κατάφημι, Phld.Piet.123, Ph.1.104; περί τινος Gal. 10.37,al.; answer in the affirmative, ἐρώτησιν Id.7.526:—Pass., A.D. Synt.245.12.
Greek (Liddell-Scott)
καταφάσκω: κατάφημι, κ. καὶ ἐπινεύει λέγω Φίλων 1. 104· βαβαιῶ περί τινος, τί τινος Εὐσταθ. Πονημάτ. 50. 81, κτλ.· καὶ τὸ παθητ., οὐδὲ συγγραφεὺς καταφάσκεται εἰς μνησικακίαν ὁ αὐτ. ἐν. σ. 114, 68.
Greek Monolingual
(AM καταφάσκω)
λέγω «ναι», επιβεβαιώνω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, απαντώ καταφατικά
μσν.-αρχ.
(φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» — θεωρούμαι ως... («οὐδὲ συγγραφεύς, εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῖ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φάσκω «λέγω»].
German (Pape)
(φάσκω), = κατάφημι, bejahen, beistimmen, Sp.