νικαφορία: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
m (pape replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />victoire remportée, victoire.<br />'''Étymologie:''' [[νικηφόρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[victoire remportée]], [[victoire]].<br />'''Étymologie:''' [[νικηφόρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:25, 8 January 2023
English (LSJ)
νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
victoire remportée, victoire.
Étymologie: νικηφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.
English (Slater)
νῑκᾱφορία victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ]αφορίαν[ (alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub. ]φοριᾶν Πα. 17b. 26.
Greek Monolingual
νικαφορία, ή (Α)
βλ. νικηφορία.
Greek Monotonic
νικαφορία: -φόρος, Δωρ. αντί νικηφ-.
German (Pape)
[νῑκᾱ], ἡ, dor. = νικηφορία.