χαλίκρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για οίνο) [[άκρατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάλις]] «[[άκρατος]] [[οίνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κρητος</i> / -<i>κρᾶτος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρᾱ</i>- του [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>κρατος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για οίνο) [[άκρατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάλις]] «[[άκρατος]] [[οίνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κρητος</i> / -<i>κρᾶτος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρᾱ</i>- του [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»), [[πρβλ]]. [[εὔκρατος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:05, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλίκρητος Medium diacritics: χαλίκρητος Low diacritics: χαλίκρητος Capitals: ΧΑΛΙΚΡΗΤΟΣ
Transliteration A: chalíkrētos Transliteration B: chalikrētos Transliteration C: chalikritos Beta Code: xali/krhtos

English (LSJ)

ον, poet. for ἄκρατος, unmixed, μέθυ Archil.78, A.R. 1.473; σπονδαί A.ap.Eust.1471.2 (v. Nauckad A.Fr.448); νᾶμα AP5.293.6 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. χαλίκρατος.

Greek (Liddell-Scott)

χαλίκρητος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄκρατος, ὁ μὴ κεκραμένος, μὴ μεμιγμένος ὕδατι, μέθυ Ἀρχίλ. 64· σπονδοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 388· νᾶμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 294, 6.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + -κρητος / -κρᾶτος (< θ. κρᾱ- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔκρατος].

Greek Monotonic

χᾰλίκρητος: -ον, ποιητ. αντί ἄκρατος, αυτός που δεν είναι αναμεμιγμένος με νερό, σε Αρχίλ.

Middle Liddell

χᾰλί-κρητος, ον, [poetic for ἄκρατος
unmixed, Archil.

German (Pape)

ion. = χαλίκρατος.