κραναήπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (pape replacement)
m (Text replacement - "Apoll" to "Apoll")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>mit hartem, felsigem [[Boden]], H.h. [[Apoll]]</i>. 72.
|ptext=<i>mit hartem, felsigem [[Boden]], H.h. Apoll</i>. 72.
}}
}}

Revision as of 10:14, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνᾰήπεδος Medium diacritics: κραναήπεδος Low diacritics: κραναήπεδος Capitals: ΚΡΑΝΑΗΠΕΔΟΣ
Transliteration A: kranaḗpedos Transliteration B: kranaēpedos Transliteration C: kranaipedos Beta Code: kranah/pedos

English (LSJ)

ον, with hard rocky soil, h.Ap.72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.

Russian (Dvoretsky)

κραναήπεδος: с каменистой почвой, каменистый (Δῆλος HH).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.

Greek Monolingual

κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφαν-ηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρήπεδος, επίπεδος].

Greek Monotonic

κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κρᾰνᾰή-πεδος, ον πέδον
with hard rocky soil, Hhymn.

German (Pape)

mit hartem, felsigem Boden, H.h. Apoll. 72.