ἐγχειρητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egcheiritikos
|Transliteration C=egcheiritikos
|Beta Code=e)gxeirhtiko/s
|Beta Code=e)gxeirhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[enterprising]], [[adventurous]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.8.22</span>. Adv. -κῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.
|Definition=ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, [[enterprising]], [[adventurous]], X.''HG''4.8.22. Adv. [[ἐγχειρητικῶς]] Archyt. ap. Stob.4.50.2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρητικός Medium diacritics: ἐγχειρητικός Low diacritics: εγχειρητικός Capitals: ΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: encheirētikós Transliteration B: encheirētikos Transliteration C: egcheiritikos Beta Code: e)gxeirhtiko/s

English (LSJ)

ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. ἐγχειρητικῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 emprendedor τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.HG 4.8.22.
2 adv. -ῶς de manera emprendedora ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.Pyth.Hell.14.20.

German (Pape)

[Seite 713] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Gegensatz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entreprenant;
Cp. ἐγχειρητικώτερος.
Étymologie: ἐγχειρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχειρητικός: предприимчивый (στρατηγός Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, ἐπιχειρηματικός, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐγχειρητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική
α) η τέχνη της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση
β) ο κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής
αρχ.
ριψοκίνδυνος.

Greek Monotonic

ἐγχειρητικός: -ή, -όν, τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐγχειρητικός, ή, όν [from ἐγχειρέω
enterprising, adventurous, Xen.