ἄπλευστος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄπλευστος:''' [[не пройденный кораблем]] (sc. [[πέλαγος]] Xen.).
|elrutext='''ἄπλευστος:''' [[не пройденный кораблем]] (''[[sc.]]'' [[πέλαγος]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλέω]]<br />not navigated: τὸ ἄπλ. a [[part]] of the sea not yet navigated, Xen.
|mdlsjtxt=[[πλέω]]<br />not navigated: τὸ ἄπλ. a [[part]] of the sea not yet navigated, Xen.
}}
}}

Revision as of 11:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλευστος Medium diacritics: ἄπλευστος Low diacritics: άπλευστος Capitals: ΑΠΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápleustos Transliteration B: apleustos Transliteration C: aplefstos Beta Code: a)/pleustos

English (LSJ)

ον, not navigated: τὸ ἄ. part of the sea not yet navigated, X.Cyr.6.1.16.

Spanish (DGE)

-ον
nunca navegado τὸ ἄ. el mar nunca navegado X.Cyr.6.1.16.

German (Pape)

[Seite 292] noch nicht von Schiffen befahren, Gegensatz πεπλευσμένον Xen. Cyr. 5, 1, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on n’a pas encore navigué.
Étymologie: , πλέω.

Greek Monolingual

ἄπλευστος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.

Greek Monotonic

ἄπλευστος: -ον (πλέω), αυτός που δεν είναι πλωτός, δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει κάποιος, ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ ἄπλευστον, το μέρος της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί ακόμη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλευστος: не пройденный кораблем (sc. πέλαγος Xen.).

Middle Liddell

πλέω
not navigated: τὸ ἄπλ. a part of the sea not yet navigated, Xen.