νευρόσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νευρόσπασμα]])<br />αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] ισχυρή [[βούληση]], που ενεργεί με [[υποκίνηση]] άλλου και όχι αυτοβούλως<br /><b>2.</b> πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σπάσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>σπασμα</i>].
|mltxt=το (ΑΜ [[νευρόσπασμα]])<br />αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] ισχυρή [[βούληση]], που ενεργεί με [[υποκίνηση]] άλλου και όχι αυτοβούλως<br /><b>2.</b> πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σπάσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>), [[πρβλ]]. [[απόσπασμα]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=τό, = νευρόσπαστον, in <i>Vetera Lexica</i> Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.
|ptext=τό, = νευρόσπαστον, in <i>Vetera Lexica</i> Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.
}}
}}

Revision as of 10:34, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπασμα Medium diacritics: νευρόσπασμα Low diacritics: νευρόσπασμα Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: neuróspasma Transliteration B: neurospasma Transliteration C: nevrospasma Beta Code: neuro/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, = νευρόσπαστον, in plural, EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. απόσπασμα].

German (Pape)

τό, = νευρόσπαστον, in Vetera Lexica Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.