διαβιβρώσκω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=manger entièrement, dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιβρώσκω]]. | |btext=manger entièrement, dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιβρώσκω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[βιβρώσκω]]), <i>[[durchfressen]], [[zernagen]]</i>; διαβεβρῶσθαι Plat. <i>Tim</i>. 83a; Hippocr. und Sp. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -βρώσομαι perf. [[pass]]. -βέβρωμαι<br />to eat up, Plat.:—Pass., perf. inf. διαβεβρῶσθαι Luc. | |mdlsjtxt=fut. -βρώσομαι perf. [[pass]]. -βέβρωμαι<br />to eat up, Plat.:—Pass., perf. inf. διαβεβρῶσθαι Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 30 November 2022
English (LSJ)
Gal.13.553: fut. Pass. -βρωθήσομαι ib.466: mostly in pf. Pass. -βέβρωμαι:—eat up, consume, corrode, Hp.Morb.2.24, Pl.Ti.83a, etc., Luc.Ind.1: metaph., διαβιβρώσκονται ὑπὸ [λόγων] Plu.2.508d; ψυχὴ-βεβρωμένη Max.Tyr.6.7.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. 3a plu. διέβρον Call.SHell.259.31]
devorar, corroer, consumir ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ] ε κακοὶ κίβισίν τε διέβρον royeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón Call.l.c., ἡ τῆς θαλάττης ἅλμη διαβιβρώσκουσα τὰς πέτρας Phlp.in de An.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas. τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμης Thphr.HP 4.6.10, ὑπὸ ... τῶν κοράκων διαβεβρωμένην PEnteux.70.8 (III a.C.), δακτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένην ID 1417B.2.43 (II a.C.), (φιάλη) διαβεβρωμένη ID 1441A.1.47 (II a.C.), τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένον ID 1450A.2.52 (II a.C.), ὕλης διαβιβρωσκομένης I.BI 5.471, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο a no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros), Luc.Ind.1
•frec. en medic. corroer, erosionar τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστιν Gal.3.384, μέλαινα ... χολή, δακνώδης μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... δέρμα Gal.7.726, cf. Alex.Aphr.Pr.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas. ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Hp.Morb.2.24, κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ Hp.Fist.3, πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι antes de que la fístula se haya corroído Hp.Fist.4, cf. Gal.13.655, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι por estar totalmente corroída (la carne más vieja), Pl.Ti.83a, ἡ κιονὶς διεβρώθη Aret.CA 1.9.3
•fig., c. compl. de abstr. τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπου Clem.Al.Paed.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas. διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶν son devorados por ellos (los secretos), Plu.2.508d.
French (Bailly abrégé)
manger entièrement, dévorer.
Étymologie: διά, βιβρώσκω.
German (Pape)
(βιβρώσκω), durchfressen, zernagen; διαβεβρῶσθαι Plat. Tim. 83a; Hippocr. und Sp.
Russian (Dvoretsky)
διαβιβρώσκω:
1 разъедать (πάντῃ διαβεβρῶσθαι Plat.; γαγγραίναις διαβρωθείς Plut.);
2 перегрызать (τοῖς ὀδοῦσι τοὺς δεσμούς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαβιβρώσκω: μέλλ.-βρώσομαι, παθ. πρκμ. -βέβρωμαι: - κατατρώγω, καταναλίσκω, Ἱππ. 469. 14, Πλάτ. Τιμ. 83Α. - Παθ., διαβεβρῶσθαι Λουκ. Ἀπαιδ. 1.
Greek Monolingual
(AM διαβιβρώσκω)
φθείρω κάτι τελείως σιγά σιγά
νεοελλ.
κατατρώγω.
Greek Monotonic
διαβιβρώσκω: μέλ. -βρώσομαι, Παθ. παρακ. -βέβρωμαι· κατατρώω, καταβροχθίζω, καταναλώνω, φθείρω, αφανίζω, σε Πλάτ. — Παθ. παρακ. διαβέβρωσθαι, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. -βρώσομαι perf. pass. -βέβρωμαι
to eat up, Plat.:—Pass., perf. inf. διαβεβρῶσθαι Luc.