βραδυπόρος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vradyporos | |Transliteration C=vradyporos | ||
|Beta Code=bradupo/ros | |Beta Code=bradupo/ros | ||
|Definition= | |Definition=βραδυπόρον, [[slow-passing]], of food, Hp.''Acut.''62, Ruf. ap. Orib.5.3.4, Philagr.ib.5.19.4; of humours, Gal.7.341: generally, [[slow]], ὅρασις Plu.2.626a; <b class="b3">β. πέλαγος</b> [[slow to pass]], ib.941b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
βραδυπόρον, slow-passing, of food, Hp.Acut.62, Ruf. ap. Orib.5.3.4, Philagr.ib.5.19.4; of humours, Gal.7.341: generally, slow, ὅρασις Plu.2.626a; β. πέλαγος slow to pass, ib.941b.
German (Pape)
[Seite 461] langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui marche ou s'avance lentement.
Étymologie: βραδύς, πόρος.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδυπόρος:
1 замедляющий скорость перехода, трудный для переплытия (βραδυπόρον ὑπὸ πλήθους ῥευμάτων τὸ πέλαγος Plut.);
2 слабый, близорукий (ὅρασις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βραδυπόρος: -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· καθόλου, βραδύς, νωθρός, ἀργός, ὅρασις Πλούτ. 2. 626Α· βρ. πέλαγος, τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, αὐτόθι 941Β.
Greek Monolingual
βραδυπόρος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που βαδίζει αργά
αρχ.
1. αργός, νωθρός
2. φρ. «βραδυπόρον πέλαγος» — πέλαγος το οποίο διασχίζει αργά το πλοίο
3. (για τροφή) δύσπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -πορος < πόρος «πέρασμα»].