παραληπτός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen. | |elnltext=παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] [[over te nemen]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b. II deserving of inclusion, Chrysipp.Stoic.3.17.
German (Pape)
[Seite 487] angenommen, annehmbar, Gegensatz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.
Russian (Dvoretsky)
παραληπτός:
1 могущий быть перенятым Plat.;
2 могущий быть примененным, применимый (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παραληπτός: -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
παρα-ληπτός, ή, όν
to be accepted, Plat.