μετεώρισμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(b)
(25)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] τό, erkl. Hesych. durch [[φρόνημα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] τό, erkl. Hesych. durch [[φρόνημα]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μετεώρισμα]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετάβαση]] από [[ψηλά]], [[μεταπήδηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συζήτηση]] για ανούσια ή ανόητα πράγματα<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεώρισμα Medium diacritics: μετεώρισμα Low diacritics: μετεώρισμα Capitals: ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΑ
Transliteration A: meteṓrisma Transliteration B: meteōrisma Transliteration C: meteorisma Beta Code: metew/risma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq.11.2, Metrod.Herc.831.5 (pl.).    II gloss on φρύαγμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 159] τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.