ἀνάμεστος: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anamestos | |Transliteration C=anamestos | ||
|Beta Code=a)na/mestos | |Beta Code=a)na/mestos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνάμεστον (fem. -τη Eup.16 codd.), [[filled full]], [[τινός]] of a thing, Ar.''Nu.''984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.''Piet.''74, Man.4.82, Eun.''VS'' p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.''Gnom.''1. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνάμεστον (fem. -τη Eup.16 codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu.984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): fem. ἀνάμεστη Eup.16
lleno de c. gen. χαρίτων Lyr.Adesp.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.Nu.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.Gnom.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.Rh.2.266, cf. Piet.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.BI 7.246, cf. Eun.VS 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.in Hermog.1.96.5.
German (Pape)
[Seite 198] (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχθρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli de, gén..
Étymologie: ἀνά, μέστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάμεστος:
1 переполненный, изобилующий (τεττίγων Arph.);
2 целиком проникнутый, преисполненный (ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμεστος: η (;), ον, πλήρης, «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος Δημ. 779. 25.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάμεστος, -ον και -ος, -η, -ον)
πλήρης, γεμάτος
νεοελλ.
(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μεστός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω
νεοελλ.
αναμεστώνω].
Greek Monotonic
ἀνάμεστος: -ον, (και —τη στον Ευρ.) πλήρης, γεμάτος, τινος, από ένα πράγμα, σε Δημ.