ἀνακεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=mélanger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κεράννυμι]].
|btext=[[mélanger]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:10, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακεράννῡμι Medium diacritics: ἀνακεράννυμι Low diacritics: ανακεράννυμι Capitals: ΑΝΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anakeránnymi Transliteration B: anakerannymi Transliteration C: anakerannymi Beta Code: a)nakera/nnumi

English (LSJ)

and ἀνακεραννύω, mix up or mix again, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν Od. 3.390; οἶνον ἀνεκεράννυ γλυκύτατον Ar.Ra.511: metaph., τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀ. ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25; κοινωνίαις πολέμων ἀνακερασθέντες D.H.1.60:—Pass., πολλῷ τῷ θνητῷ ἀνακεραννυμένη Pl.Criti.121a: aor. ἀνακεράσθην Id.Ti.87a, part. ἀνακραθείς Plu.Rom.29.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. -ύω Plu.2.949f
1 v. act. mezclar c. ac. compl. dir. ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν οἴνου Od.3.390, οἶνον Ar.Ra.511
c. ac. y dat. (βυρσότονον κύκλωμα) Βακχείᾳ δ' ἀνὰ συντόνῳ κέρασαν E.Ba.126
c. πρός más ac. τά ζέοντα τῶν ὑδάτων ... πρὸς ἀέρα πολὺν ἀνακεραννύουσιν Plu.l.c.
v. med.-pas. mezclarse (ἡ μοῖρα) πολλῷ τῷ θνητῷ ... ἀνακεραννυμένη Pl.Criti.121a, τῷ σαρκιδίῳ M.Ant.10.24, ὅτου γὰρ ἂν ... χυμοὶ ... ἀνακερασθῶσι Pl.Ti.87a, cf. S.E.P.1.46, τὴν δι' ὅλης τῆς ψυχῆς ἀνακεκραμένην κακίαν Origenes Cels.4.13.
2 v. act. fig. unir, reconciliar τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀνακεραννύναι ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25, v. pas. κοινωνίαις πολέμων ἀνακερασθέντες D.H.1.60.

German (Pape)

[Seite 191] (s. κεράννυμι), wieder mischen, Hom. in tmesi, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν, Od. 3, 390; οἶνον ἀνεκεράννυ Ar. Ran. 512; allgemeiner, beimischen, τῇ ψυχῇ ἀνακεκραμέναι Tim. Locr. 102 e; καιναῖς αὖθις ἀνακραθέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν, die Geschlechter waren vermischt, Plut. Rom. 29.

French (Bailly abrégé)

mélanger.
Étymologie: ἀνά, κεράννυμι.

Greek Monolingual

ἀνακεράννυμι και -ύω (Α)
1. κάνω ανάμιξη, ανακατώνω ξανά
2. συνδέω, ενώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεράννυμι, -ύω «αναμιγνύω, συνενώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκρασις.

Greek Monotonic

ἀνακεράννῡμι: και -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ]· ανακατεύω ή αναμειγνύω, κρητῆρα, σε Ομήρ. Οδ.· οἶνον, σε Αριστοφ. — Παθ. αόρ. αʹ -εκεράσθην, σε Πλάτ.· -εκράθην [ᾱ], σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακεράννῡμι:
1 смешивать (с водой), разбавлять (κρητῆρα Hom. - in tmesi; οἶνον Arph.);
2 смешивать, примешивать (τί τινι Plat., Plut.): ἀνακραθέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν Plut. соединив свои роды узами браков.

Middle Liddell


to mix up or again, κρητῆρα Od.; οἶνον Ar.:—Pass., aor1 ἀν-εκεράσθην Plat.; ἀν-εκράθην [ᾱ] Plut.