ἄψαυστος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> non touché, intact;<br /><b>2</b> qu’on ne peut toucher, sacré;<br /><b>II.</b> qui ne touche pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ψαύω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> [[non touché]], [[intact]];<br /><b>2</b> qu’on ne peut toucher, sacré;<br /><b>II.</b> qui ne touche pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ψαύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:27, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψαυστος Medium diacritics: ἄψαυστος Low diacritics: άψαυστος Capitals: ΑΨΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápsaustos Transliteration B: apsaustos Transliteration C: apsafstos Beta Code: a)/yaustos

English (LSJ)

ον, A untouched, Hdt. 8.41, Thphr.HP5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41. II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).

Spanish (DGE)

-ον
1 no tocado, intacto ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.D.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας AP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.OT 969, νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu’on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: , ψαύω.

Russian (Dvoretsky)

ἄψαυστος:
1 нетронутый, невредимый (ἡ μελιτόεσσα Her.; τὸ βρέτας τῆς θεοῦ Plut.; κορεία Anth.);
2 не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);
3 неприкосновенный, запретный (ὕδωρ ἄψαυστύν τινι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.

Greek Monolingual

ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.

Greek Monotonic

ἄψαυστος: -ον (ψαύω
I. ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κάποιος, ιερός, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα πράγμα, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

ψαύω
I. untouched, not to be touched, sacred, Thuc.
II. act. not touching a thing, c. gen., Soph.

German (Pape)

1 unberührt, Her. 8.41 und Folgde; nicht zu berühren, Thuc. 4.97.
2 nicht berührend, τινός Soph. O.R. 969; Ap.Rh. 2.113.