στάλαγμα: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=στᾰ́λαγμα | ||
|Medium diacritics= | |Medium diacritics=στάλαγμα | ||
|Low diacritics=στάλαγμα | |Low diacritics=στάλαγμα | ||
|Capitals=ΣΤΑΛΑΓΜΑ | |Capitals=ΣΤΑΛΑΓΜΑ |
Revision as of 13:29, 26 November 2022
English (LSJ)
[στᾰ], ατος, τό, (σταλάσσω) that which drops, a drop, A.Eu.802; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος S.Ant.1239; πώματος Philostr. VA3.25: dub. sens. in BGU531 ii 16 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 928] τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
goutte.
Étymologie: σταλάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] druppel.
Russian (Dvoretsky)
στάλαγμα: ατος (τᾰ) τό досл. капля, перен. струя: φοινίου σ. Soph. струя крови, кровь; δαιμόνων σταλάγματα Aesch. ядовитая жидкость, отрава.
Greek (Liddell-Scott)
στάλαγμα: τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, σταγών, Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και στάλαμα Ν σταλάζω
σταγόνα, σταλαματιά («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ροή σταγόνων, σταλαγμός
2. υδρορρόη.
Greek Monotonic
στάλαγμα: τό, υγρό που πέφτει σε σταγόνες, σταγόνα, απόσταγμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
στάλαγμα, ατος, τό,
that which drops, a drop, Aesch., Soph.