ἀκάθεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dominable]], [[incontrolable]] μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς [[ἅπας]] ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.<i>Nic</i>.8, [[δρόμος]] ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de modo incontenible]] λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.<i>H</i>.1.38.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dominable]], [[incontrolable]] μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς [[ἅπας]] ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.<i>Nic</i>.8, [[δρόμος]] ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de modo incontenible]] λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.<i>H</i>.1.38.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unaufhaltsam]]</i>, [[θράσος]] Plut. <i>Nic</i>. 8.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀσυγκράτητος]]), Ἀπό τό α στερητ. + [[καθέξω]] (μέλλοντας του [[κατέχω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ἔχω]].
|mantxt=(=[[ἀσυγκράτητος]]), Ἀπό τό α στερητ. + [[καθέξω]] (μέλλοντας του [[κατέχω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ἔχω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unaufhaltsam]]</i>, [[θράσος]] Plut. <i>Nic</i>. 8.
}}
}}

Revision as of 12:46, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάθεκτος Medium diacritics: ἀκάθεκτος Low diacritics: ακάθεκτος Capitals: ΑΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: akáthektos Transliteration B: akathektos Transliteration C: akathektos Beta Code: a)ka/qektos

English (LSJ)

ον, ungovernable, Ps.-Phoc.193, Plu.Nic.8. Adv.-τως, λυττᾶν Ph.2.48; μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dominable, incontrolable μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς ἅπας ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.Nic.8, δρόμος ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.
2 adv. -ως de modo incontenible λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.

German (Pape)

unaufhaltsam, θράσος Plut. Nic. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάθεκτος: неудержимый, неукротимый (θράσος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάθεκτος: -ον, ἀκατάσχετος, Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάθεκτος, -ον)
ασυγκράτητος, ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. + καθεκτός < κατέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθεκτοῦμαι].

Mantoulidis Etymological

(=ἀσυγκράτητος), Ἀπό τό α στερητ. + καθέξω (μέλλοντας του κατέχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἔχω.