διάκορος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάκορος -ον [[[διά]], [[κόρος]]] [[verzadigd]].
|elnltext=διάκορος -ον [[[διά]], [[κόρος]]] [[verzadigd]].
}}
{{pape
|ptext== [[διακορής]]; ἐὰν ἡ γῆ δ. γένηται πιοῦσα τὸ [[ὕδωρ]] Her. 3.117; ἀλλήλων, <i>[[überdrüssig]]</i>, Xen. <i>Lac</i>. 1.5.<br><b class="num">• Adv.</b> [[διακόρως]], DC. 68.7.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διά-κορος, ον<br />satiated, glutted, τινός with a [[thing]], Hdt.
|mdlsjtxt=διά-κορος, ον<br />satiated, glutted, τινός with a [[thing]], Hdt.
}}
{{pape
|ptext== [[διακορής]]; ἐὰν ἡ γῆ δ. γένηται πιοῦσα τὸ [[ὕδωρ]] Her. 3.117; ἀλλήλων, <i>[[überdrüssig]]</i>, Xen. <i>Lac</i>. 1.5.<br><b class="num">• Adv.</b> [[διακόρως]], DC. 68.7.
}}
}}

Revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκορος Medium diacritics: διάκορος Low diacritics: διάκορος Capitals: ΔΙΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: diákoros Transliteration B: diakoros Transliteration C: diakoros Beta Code: dia/koros

English (LSJ)

ον, satiated, c. gen., ἀλλήλων X.Lac.1.5: abs., σῶμα δ. Plu.2.006a: saturated with rain, Hdt.3.117; δ. ἤδη τοῦτο this is quite enough, Gal.7.49S. Adv. -ρως immoderately, πίνειν D.C.68.7.

Spanish (DGE)

-ον
I 1saciado, harto ἐπεὰν δ. ἡ γῆ ... γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Hdt.3.117, cf. Thphr.CP 2.1.5 (cód.), σῶμα Plu.2.995f
c. gen. ἀλλήλων ref. a marido y mujer, X.Lac.1.5.
2 suficiente διάκορον μὲν γὰρ ἤδη τοῦτο pues con esto ya es suficiente Gal.7.498.
II adv. -ως hasta la saciedad, inmoderadamente τοῦ ... οἴνου δ. ἔπινε D.C.68.7.4, ὁ ... Δημοσθένης ... φεύγει τὸ κεχρῆσθαι ταύταις δ. Syrian.in Hermog.1.64.24, cf. Poll.5.151.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 complètement rassasié de, gén.;
2 fig. dégoûté de, gén..
Étymologie: διά, κόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάκορος -ον [διά, κόρος] verzadigd.

German (Pape)

διακορής; ἐὰν ἡ γῆ δ. γένηται πιοῦσα τὸ ὕδωρ Her. 3.117; ἀλλήλων, überdrüssig, Xen. Lac. 1.5.
• Adv. διακόρως, DC. 68.7.

Russian (Dvoretsky)

διάκορος:
1 насыщенный: ἐπεὰν δ. ἡ γῆ γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Her. когда земля вдоволь напитается водой;
2 пресытившийся: διάκοροι ἀλλήλων Xen. надоевшие друг другу.

Greek Monolingual

διάκορος, -ον (Α)
1. ο διακορής
2. αρκετός
3. διάβροχος, καταμουσκεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κόρος.

Greek Monotonic

διάκορος: -ον, κορεσμένος, πλήρης, τινός με κάτι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

διάκορος: -ον, κεκορεσμένος, πλήρης, τινὸς Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Λακ. 1, 5. - Ἐπίρρ. -ρως, ἀμέτρως, Δίων Κ. 68. 7.

Middle Liddell

διά-κορος, ον
satiated, glutted, τινός with a thing, Hdt.