κηρόδετος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />lié, collé avec de la cire.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], δετός.
|btext=ος, ον :<br />[[lié]], [[collé avec de la cire]].<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], δετός.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρόδετος Medium diacritics: κηρόδετος Low diacritics: κηρόδετος Capitals: ΚΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: kēródetos Transliteration B: kērodetos Transliteration C: kirodetos Beta Code: khro/detos

English (LSJ)

ον, δέω A) bound or joined with wax, μέλι APl.4.305 (Antip.); σῦριγξ Euph. ap. Ath. 4.184a; κ. πνεῦμα the breath of the wax-joined pipe, Theoc.Ep.5.4.

German (Pape)

[Seite 1433] mit Wachs verbunden, befestigt; μέλι Antp. Sid. 48 (Plan. 305); σύριγξ Euphor. Ath. IV, 184 a; πνεῦμα, das Blasen auf dieser, Theocr. ep. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié, collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, δετός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρόδετος -ον [κηρός, δέω] met was samengevoegd.

Russian (Dvoretsky)

κηρόδετος: скрепленный воском: κηρόδετον πνεῦμα Theocr. игра на скрепленной воском свирели.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κηρόδετος, -ον)
αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί
αρχ.
φρ. «κηρόδετον πνεῦμα» — το φύσημα του αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.).
επίρρ...
κηρόδετα
με κηρόδετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δετος (< δετός < δέω [II] «δένω»), πρβλ. αλυσόδετος, χρυσόδετος].

Greek Monotonic

κηρόδετος: Δωρ. καρ-, -ον (δέω), δεμένος με κερί, μέλι, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κηρόδετος: Δωρ. καρ-, ον, (δέω) ὁ συγκρατούμενος ἢ συγκολληθεὶς διὰ κηροῦ, μέλι Ἀνθ. Πλαν. 4. 305· σῦριγξ Εὔφορ. εἰς Ἀθήν. 184Α· κ. πνεῦμα, τὸ φύσημα τοῦ μὲ κηρὸν συνημμένου αὐλοῦ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 4.

Middle Liddell

[δέω]
wax-bound, μέλι Anth.