πολύχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και [[πολύχροος]], -η, -ο, Ν, και [[πολύχροος]], -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]], ποικίλα χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και [[πολύχροος]], -η, -ο, Ν, και [[πολύχροος]], -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]], ποικίλα χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[ομόχρους]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:19, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρους Medium diacritics: πολύχρους Low diacritics: πολύχρους Capitals: ΠΟΛΥΧΡΟΥΣ
Transliteration A: polýchrous Transliteration B: polychrous Transliteration C: polychrous Beta Code: polu/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α
αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομόχρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.

German (Pape)

zusammengezogen aus πολύχροος.