στερνοτυπής: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στερνοτυπής -ές [[[στέρνον]], [[τύπτω]]] voortgebracht door het slaan op de borst:. κτύπος het gedreun Eur. Suppl. 604. | |elnltext=στερνοτυπής -ές [[[στέρνον]], [[τύπτω]]] [[voortgebracht door het slaan op de borst]]:. κτύπος het gedreun Eur. Suppl. 604. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:33, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, of or from beaten breasts, κτύπος E.Supp.604 (lyr.); σ. πάταγος AP7.711 (Antip.); cf. στέρνον 1.1.
German (Pape)
[Seite 938] ές, ἰάλεμος, Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; πάταγος, Antp. Sid. 98 (VII, 711).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qu’on fait en se frappant la poitrine.
Étymologie: στέρνον, τύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερνοτυπής -ές [στέρνον, τύπτω] voortgebracht door het slaan op de borst:. κτύπος het gedreun Eur. Suppl. 604.
Russian (Dvoretsky)
στερνοτῠπής: издаваемый ударами в грудь (κτύπος Eur.; πάταγος Anth.).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο-τυπής].
Greek Monotonic
στερνοτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει κάποιος στο στήθος του για να εκφράσει τη θλίψη και την οδύνη του, σε Ευρ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
στερνοτῠπής: -ές, (τύπτω) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, κτύπος Εὐρ. Ἱκέτ. 604· πάταγος στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. στέρνον Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.
Middle Liddell
στερνο-τῠπής, ές τύπτω
of or from beaten breasts, Eur., Anth.