ἀμάχητος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br") |
m (Text replacement - "n’a" to "n'a") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[contre qui l'on ne peut pas lutter]];<br /><b>2</b> qui | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[contre qui l'on ne peut pas lutter]];<br /><b>2</b> qui n'a pas encore combattu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μάχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:20, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, A not to be fought with, unconquerable, S.Ph.198 (lyr.). II not having fought, not having been in battle, X.Cyr.6.4.14; ἀ. ὄλεθρος destruction without fighting, Lys.Fr.71.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
I irresistible τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198, κέρδος Simon.36.9, ἄνεμος POxy.1482.6 (II d.C.).
II 1que no lucha, que no entra en batalla de pers., X.Cyr.6.4.14.
2 de cosas que sucede sin resistencia o lucha ὄλεθρος Lys.Fr.2.
German (Pape)
[Seite 117] 1) unbezwinglich, θεῶν βέλη Soph Phil. 198. – 2) der noch nicht in die Schlacht gekommen ist, Xen. Cyr. 6, 4, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 contre qui l'on ne peut pas lutter;
2 qui n'a pas encore combattu.
Étymologie: ἀ, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάχητος: (μᾰ)
1 неодолимый, непобедимый (θεῶν βέλη Soph.);
2 не принимавший (еще) участия в бою (σύμμαχοι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάχητος: -ον, ἀπροσμάχητος, ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. ὄλεθρος, καταστροφὴ ἄνευ μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. ἄμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμάχητος, -ον)
νεοελλ.
αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια)
αρχ.
1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος
2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη
3. ο δίχως μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαχητός < μά-χομαι.
ΠΑΡ. αμαχητί].
Greek Monotonic
ἀμάχητος: -ον (μάχομαι),
I.αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει κάποιος, ακαταμάχητος, ακυρίευτος, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη μάχη, σε Ξεν.
Middle Liddell
μάχομαι
I. not to be fought with, unconquerable, Soph.
II. not having fought, not having been in battle, Xen.