καυτός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καυτός -ή -όν zie καυστός.
|elnltext=καυτός -ή -όν zie καυστός.
}}
{{pape
|ptext=l.d. für [[καυστός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυτός:''' -ή, -όν, [[άλλος]] [[τύπος]] του [[καυστός]].
|lsmtext='''καυτός:''' -ή, -όν, [[άλλος]] [[τύπος]] του [[καυστός]].
}}
{{pape
|ptext=l.d. für [[καυστός]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτός Medium diacritics: καυτός Low diacritics: καυτός Capitals: ΚΑΥΤΟΣ
Transliteration A: kautós Transliteration B: kautos Transliteration C: kaftos Beta Code: kauto/s

English (LSJ)

ή, όν, v. καυστός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυτός -ή -όν zie καυστός.

German (Pape)

l.d. für καυστός.

Russian (Dvoretsky)

καυτός: Eur. = καυστός.

Greek (Liddell-Scott)

καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.

Greek Monolingual

(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)

Greek Monotonic

καυτός: -ή, -όν, άλλος τύπος του καυστός.