οἰνόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] με [[κρασί]] ή αυτός που έχει τη [[γεύση]] ή τη [[σύσταση]] του κρασιού, [[οινώδης]], [[οινοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[οἰνόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] με [[κρασί]] ή αυτός που έχει τη [[γεύση]] ή τη [[σύσταση]] του κρασιού, [[οινώδης]], [[οινοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[αστερόεις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:51, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόεις Medium diacritics: οἰνόεις Low diacritics: οινόεις Capitals: ΟΙΝΟΕΙΣ
Transliteration A: oinóeis Transliteration B: oinoeis Transliteration C: oinoeis Beta Code: oi)no/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, of or with wine; v. οἰνοῦττα.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de vin ; subst. att.οἰνοῦττα :
1 gâteau fait d'orge, d'eau, d'huile et de vin;
2 sorte de plante vénéneuse.
Étymologie: οἶνος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων εἰς οἶνονπλήρης οἴνου· ἴδε οἰνοῦττα.

Greek Monolingual

οἰνόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος με κρασί ή αυτός που έχει τη γεύση ή τη σύσταση του κρασιού, οινώδης, οινοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].

Greek Monotonic

οἰνόεις: -εσσα, -εν (οἶνος), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για κρασί.

Middle Liddell

οἰνόεις, εσσα, εν οἶνος
of or with wine.

German (Pape)

εσσα, εν, von, mit Wein gemacht, ἡ οἰνοῦττα, att. zusammengezogen = οἰνόεσσα,
1 ein aus Graupen, Wasser, Öl und Wein gemachter Brei oder Kuchen, den besonders die athenischen Ruderer bekamen, Ar. Plut. 1121, vgl. Böckhs Staatshaush. I p. 309 und Ath. IV.114f, Poll. 6.23, 76.
2 eine Pflanze, Arist. bei Ath. X.429d, Ael. V.H. 2.40.