τειχομελής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που με τη [[μελωδία]] του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η [[κιθάρα]] του Αμφίονος, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡδυ</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που με τη [[μελωδία]] του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η [[κιθάρα]] του Αμφίονος, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[ἡδυμελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομελής Medium diacritics: τειχομελής Low diacritics: τειχομελής Capitals: ΤΕΙΧΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: teichomelḗs Transliteration B: teichomelēs Transliteration C: teichomelis Beta Code: teixomelh/s

English (LSJ)

ές, walling by music, of Amphion's lyre, AP9.216 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 1081] ές, durch Gesänge mit Mauern versehend, κιθάρη, von der Cither des Amphion, Onest. 7 (IX, 216).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont les accents élèvent des murailles en parl. de la lyre d'Amphion.
Étymologie: τεῖχος, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

τειχομελής: своими звуками воздвигающий стены (κιθάρη, sc. τοῦ Ἀμφίονος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τειχομελής: -ές, ὁ τειχίζων διὰ μουσικῆς, ἐπὶ τῆς λύρας τοῦ Ἀμφίονος, Ἀνθ. Π. 9. 216.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η κιθάρα του Αμφίονος, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυμελής].

Greek Monotonic

τειχομελής: -ές (μέλος), αυτός που τειχίζει δια μουσικής, λέγεται για τη λύρα του Αμφίονα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τειχο-μελής, ές μέλος
walling by music, of Amphion's lyre, Anth.