αὐτίτης: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[solitario]] αὐ. καὶ μονώτης [[εἰμί]] Arist.<i>Fr</i>.668, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.164, [[Ἀριστοτέλης]] τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.<i>Eloc</i>.97.<br /><b class="num">2</b> ὁ αὐ. (<i>[[sc.]]</i> οἶνος) [[vino del país]], [[vino de la tierra]] Telecl.9, Polyzel.1.<br /><b class="num">3</b> [[del mismo año]] οἶνος αὐ. vino nuevo</i> Hp.<i>Morb</i>.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. [[αὐτοετίτης]].
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[solitario]] αὐ. καὶ μονώτης [[εἰμί]] Arist.<i>Fr</i>.668, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.164, [[Ἀριστοτέλης]] τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.<i>Eloc</i>.97.<br /><b class="num">2</b> ὁ αὐ. (<i>[[sc.]]</i> οἶνος) [[vino del país]], [[vino de la tierra]] Telecl.9, Polyzel.1.<br /><b class="num">3</b> [[del mismo año]] οἶνος αὐ. vino nuevo</i> Hp.<i>Morb</i>.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. [[αὐτοετίτης]].
}}
{{pape
|ptext=[[οἶνος]], <i>ganz [[reiner]], unvermischter Wein</i>, Hippoor., d.i. [[ἀπαράχυτος]] nach Erot., [[αὐτοετής]] nach Galen.; Ath. I.31e; bei Teleclid. von Suid. und <i>B.A</i>. 464 [[αὐθιγενής]] erkl.; Poll. 6.17 [[ἐπιχώριος]], <i>[[Landwein]]</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτίτης]], ο (Α) αυτός<br /><b>1.</b> [[μόνος]] του, από [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> (για [[κρασί]]) σπιτικό [[κρασί]].
|mltxt=[[αὐτίτης]], ο (Α) αυτός<br /><b>1.</b> [[μόνος]] του, από [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> (για [[κρασί]]) σπιτικό [[κρασί]].
}}
{{pape
|ptext=[[οἶνος]], <i>ganz [[reiner]], unvermischter Wein</i>, Hippoor., d.i. [[ἀπαράχυτος]] nach Erot., [[αὐτοετής]] nach Galen.; Ath. I.31e; bei Teleclid. von Suid. und <i>B.A</i>. 464 [[αὐθιγενής]] erkl.; Poll. 6.17 [[ἐπιχώριος]], <i>[[Landwein]]</i>.
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτίτης Medium diacritics: αὐτίτης Low diacritics: αυτίτης Capitals: ΑΥΤΙΤΗΣ
Transliteration A: autítēs Transliteration B: autitēs Transliteration C: aftitis Beta Code: au)ti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A (αὐτός by oneself, alone, Arist.Fr.668. II as substantive, αὐτίτης (sc. οἶνος), ὁ, homemade wine, Telecl.9, Polyzel.1, Hp.Morb.3.14.

Spanish (DGE)

-ου
1 solitario αὐ. καὶ μονώτης εἰμί Arist.Fr.668, cf. Demetr.Eloc.164, Ἀριστοτέλης τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.Eloc.97.
2 ὁ αὐ. (sc. οἶνος) vino del país, vino de la tierra Telecl.9, Polyzel.1.
3 del mismo año οἶνος αὐ. vino nuevo Hp.Morb.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. αὐτοετίτης.

German (Pape)

οἶνος, ganz reiner, unvermischter Wein, Hippoor., d.i. ἀπαράχυτος nach Erot., αὐτοετής nach Galen.; Ath. I.31e; bei Teleclid. von Suid. und B.A. 464 αὐθιγενής erkl.; Poll. 6.17 ἐπιχώριος, Landwein.

Russian (Dvoretsky)

αὐτίτης: (ῑ) живущий сам по себе, особняком (αὐ. καὶ μονώτης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, μονήρης, Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., αὐτίτης (ἐνν. οἶνος) ὁ, αὐθιγενής, ἐντόπιος, ἐπιχώριος, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, ἀπαράχυτος, ἀμιγής, ἁγνός, «οἶνος αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477· ἔκδ. ἐλάσσων, Ἱππ. 492. 4.

Greek Monolingual

αὐτίτης, ο (Α) αυτός
1. μόνος του, από μόνος του
2. ως ουσ. (για κρασί) σπιτικό κρασί.