προταριχεύω: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=saler auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ταριχεύω]].
|btext=[[saler auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ταριχεύω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτᾰρῑχεύω Medium diacritics: προταριχεύω Low diacritics: προταριχεύω Capitals: ΠΡΟΤΑΡΙΧΕΥΩ
Transliteration A: protaricheúō Transliteration B: protaricheuō Transliteration C: protaricheyo Beta Code: protarixeu/w

English (LSJ)

A salt or pickle beforehand, Hdt.2.77. II reduce a patient first by fasting, Hp.Acut.26. III macerate chemicals beforehand, PHolm.17.7:—Pass., Zos.Alch.p.166 B.

German (Pape)

[Seite 790] vorher einsalzen, einbalsamiren; Her. 2, 77; Galen.

French (Bailly abrégé)

saler auparavant.
Étymologie: πρό, ταριχεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ταριχεύω te voren inzouten. Hdt. 2.77.5. geneesk. laten vasten. Hp.

Russian (Dvoretsky)

προτᾰρῑχεύω: предварительно засаливать (sc. τοὺς ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας Her.).

Greek (Liddell-Scott)

προτᾰρῑχεύω: ταριχεύω πρότερον, ἴδε ἐν λέξ. ταριχεύω ΙΙ. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, διὰ τῆς νηστείας ἰσχναίνω τινὰ πάσχοντα, ἴδε Γαλην. τ. 11, 66, καὶ Foës Oero: ἐν λέξ.

Greek Monolingual

Α
1. ταριχεύω εκ τών προτέρων
2. αλατίζω προηγουμένως
3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.)
4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ταριχεύω «βαλσαμώνω, παστώνω, ισχναίνω κάποιον με νηστεία»].