ἀποτελεσματικός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apotelesmatikos
|Transliteration C=apotelesmatikos
|Beta Code=a)potelesmatiko/s
|Beta Code=a)potelesmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[productive of material objects]], [[τέχνη ἀποτελεσματική]], opp. [[τέχνη θεωρητική]] and [[τέχνη πρακτική]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>11.197</span>: generally, [[productive]], τινός <span class="bibl">Sor.1.48</span>, Gal.19.475. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[astrologically influential]], <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>90</span>; [[of astrology]] or [[for astrology]], [[λόγος]] Vett. Val.<span class="bibl">332.1</span>; [[ἀποτελεσματική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ, <span class="bibl">Eust.900.34</span>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>293.11</span>; [[ἀποτελεσματικά]], name of a [[work on astrology]] by Paul.Al.; οἱ [[ἀποτελεσματικοί]] = [[astrologers]], <span class="bibl">Eust.193.7</span>.</span>
|Definition=ἀποτελεσματική, ἀποτελεσματικόν,<br><span class="bld">A</span> [[productive of material objects]], [[τέχνη ἀποτελεσματική]], opp. [[τέχνη θεωρητική]] and [[τέχνη πρακτική]], S.E.''M.''11.197: generally, [[productive]], τινός Sor.1.48, Gal.19.475.<br><span class="bld">II</span> [[astrologically influential]], Ptol. ''Tetr.''90; [[of astrology]] or [[for astrology]], [[λόγος]] Vett. Val.332.1; [[ἀποτελεσματική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ, Eust.900.34, Simp. ''in Ph.''293.11; [[ἀποτελεσματικά]], name of a [[work on astrology]] by Paul.Al.; οἱ [[ἀποτελεσματικοί]] = [[astrologers]], Eust.193.7.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτελεσμᾰτικός Medium diacritics: ἀποτελεσματικός Low diacritics: αποτελεσματικός Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apotelesmatikós Transliteration B: apotelesmatikos Transliteration C: apotelesmatikos Beta Code: a)potelesmatiko/s

English (LSJ)

ἀποτελεσματική, ἀποτελεσματικόν,
A productive of material objects, τέχνη ἀποτελεσματική, opp. τέχνη θεωρητική and τέχνη πρακτική, S.E.M.11.197: generally, productive, τινός Sor.1.48, Gal.19.475.
II astrologically influential, Ptol. Tetr.90; of astrology or for astrology, λόγος Vett. Val.332.1; ἀποτελεσματική (sc. τέχνη), ἡ, Eust.900.34, Simp. in Ph.293.11; ἀποτελεσματικά, name of a work on astrology by Paul.Al.; οἱ ἀποτελεσματικοί = astrologers, Eust.193.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1productivo, creador τέχνη S.E.M.11.197, τέχναι Sch.D.T.110.33, 445.30, σώματα Gal.19.475, σύμπτωμα ποικίλων ὀρέξεων ἀποτελεσματικόν Sor.35.6.
2 completo, perfecto τῆς τῶν ... προφητείων ἀποτελεσματικῆς συμπληρώσεως Eus.DE 1.1.9.
3 cometido, llevado a término ἁμαρτία μεγάλη Cyr.Al.M.69.833B.
II astrol.
1 relativo a la astrología λόγος Vett.Val.318.28
ἀποτελεσματικά = tratados astrológicos Porph.Plot.15.23, tít. de obras de Ptol., de Paul.Al., de Heliconio, Sud.s.u. Ἑλικώνιος.
2 ἡ ἀποτελεσματική = astrología Fulg.3.10, Simp.in Ph.293.11, Eust.900.34.
3 οἱ ἀποτελεσματικοί = astrólogos Olymp.in Grg.47.3, Eust.900.34.
4 τὰ ἀποτελεσματικά = efectos resultantes de la influencia de los astros Basil.M.29.129C.

German (Pape)

[Seite 330] zur Vollendung, zum Erfolg gehörig, bes. zur Prophezeiung aus den Constellationen der Gestirne, Sp. ἡ -ική, sc. τέχνη, die Nativitätstellerei; οἱ -ικοί, die Astrologen, welche die Nativität stellen, Eustath. zur Il. 12, 222.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτελεσματικός: завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты (τέχνη, ὡς ζωγραφία Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτελεσματικός: -ή, -όν, ὁ παράγων ἢ ἔχων ἀποτέλεσμα, τέχνη ἀπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θεωρητική, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11.197: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τέλει, ἐπὶ τέλους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 64. 3. ΙΙ. ἀστρολογικῶς, ὁ ἀσκῶν ἐπίδρασιν, Πτολ.: ὁ ἀποβλέπων εἰς τὴν ἀστρολογίαν, τέχνη, ἐπιστήμη Εὐστ. 900.44· ἀποτελεσματικά, ὄνομα συγγράμματος ἀστρολογικοῦ ὑπὸ Παύλου Ἀλεξανδρ.: -κοί, οἱ, ἀστρολόγοι, Εὐστάθ. 193.7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποτελεσματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική
η αστρολογία
2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός
ο αστρολόγος
αρχ.
1. παραγωγικός, τελεσφόρος
2. αστρολογικός
3. αστρολ. αυτός που επιδρά σε κάποιον ή κάτι.