διερευνητής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />explorateur, investigateur.<br />'''Étymologie:''' [[διερευνάω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[explorateur]], [[investigateur]].<br />'''Étymologie:''' [[διερευνάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:05, 8 January 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2. II spy, D.H.4.43.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
•espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.
German (Pape)
ὁ, Durchspürer; καὶ σκοποί Xen. Cyr. 6.3.2; καὶ κατόπται Dion.Hal. 4.43.
Russian (Dvoretsky)
διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.
Greek Monolingual
ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.
Greek Monotonic
διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.
Middle Liddell
διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.