καυτός: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaftos | |Transliteration C=kaftos | ||
|Beta Code=kauto/s | |Beta Code=kauto/s | ||
|Definition= | |Definition=καυτή, καυτόν, v. [[καυστός]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
καυτή, καυτόν, v. καυστός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυτός -ή -όν zie καυστός.
German (Pape)
l.d. für καυστός.
Russian (Dvoretsky)
καυτός: Eur. = καυστός.
Greek (Liddell-Scott)
καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.
Greek Monolingual
(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)