Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστροπεία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />excitation à la débauche.<br />'''Étymologie:''' [[μαστροπεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[excitation à la débauche]].<br />'''Étymologie:''' [[μαστροπεύω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπεία Medium diacritics: μαστροπεία Low diacritics: μαστροπεία Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ
Transliteration A: mastropeía Transliteration B: mastropeia Transliteration C: mastropeia Beta Code: mastropei/a

English (LSJ)

ἡ, pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.

German (Pape)

ἡ, die Verkuppelung; Xen. Symp. 4.61; Plut. Symp. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

μαστροπεία:побуждение к разврату, сводничество Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.

Greek Monolingual

η (Α μαστροπεία) μαστροπεύω
η ιδιότητα και η ασχολία του μαστροπού, η παρακίνηση σε ασέλγεια και πορνεία, προαγωγεία, ρουφιανιά.

Greek Monotonic

μαστροπεία: ἡ, εξώθηση ενός άλλου στην πορνεία για προσωπικό όφελος, σε Ξεν.

Middle Liddell

μαστροπεία, ἡ,
a pandaring, Xen. [from μαστροπεύω