οἰνοχοεύω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinochoeyo | |Transliteration C=oinochoeyo | ||
|Beta Code=oi)noxoeu/w | |Beta Code=oi)noxoeu/w | ||
|Definition= | |Definition=Od.21.142; part.<br><span class="bld">A</span> -εύων 1.143; inf. -εύειν Il.2.127,20.234: but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει Od.15.141, ἐῳνοχόει Il.4.3: aor. inf. οἰνοχοῆσαι Od.15.323, Sapph.51.2: later in pres., Pherecr.70.5, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.8, Ph.2.479; part. -οοῦσα ''IG''22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (-οεῦσα codd. Ath.): fut. -ήσω X.l.c.:—Med. -οούμενοι Ph.1.353:—[[pour out wine for drinking]], abs., Od.15.141,323, etc.; Διὶ οἰ. Il.20.234.<br><span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">νέκταρ ἐῳνοχόει</b> she [[was pouring out]] nectar, 4.3; θεοῖς ἐνδέξια… οἰνοχόει… νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598: metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. Plu.''Per.''7; ὕμνους Dionys.Eleg.4.1:—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι</b> [[cause]] Castaly [[to run with wine]], Philostr.''VA''6.10; <b class="b3">κρήνην -ήσας</b> [[mixing]] spring-water [[with wine]], Id.''Im.''1.22. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:12, 25 August 2023
English (LSJ)
Od.21.142; part.
A -εύων 1.143; inf. -εύειν Il.2.127,20.234: but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει Od.15.141, ἐῳνοχόει Il.4.3: aor. inf. οἰνοχοῆσαι Od.15.323, Sapph.51.2: later in pres., Pherecr.70.5, X.Cyr.1.3.8, Ph.2.479; part. -οοῦσα IG22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (-οεῦσα codd. Ath.): fut. -ήσω X.l.c.:—Med. -οούμενοι Ph.1.353:—pour out wine for drinking, abs., Od.15.141,323, etc.; Διὶ οἰ. Il.20.234.
2 c. acc., νέκταρ ἐῳνοχόει she was pouring out nectar, 4.3; θεοῖς ἐνδέξια… οἰνοχόει… νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598: metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. Plu.Per.7; ὕμνους Dionys.Eleg.4.1:—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f.
3 τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι cause Castaly to run with wine, Philostr.VA6.10; κρήνην -ήσας mixing spring-water with wine, Id.Im.1.22.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 verser du vin τινί, à qqn;
2 verser à boire (du nectar, etc.).
Étymologie: οἰνοχόος.
German (Pape)
= οἰνοχοέω, im praes., Il. 2.127, 20.234, Od. 21.142.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχοεύω: Hom. = οἰνοχοέω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχοεύω: Ὀδ. Φ. 142· μετοχ. -εύων Α. 143· ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ οἰνοχοέω, Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ ἐῳνοχόει· - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57· ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8· μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ 5· μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς οἰνοχόος, ἐγχέω οἶνον πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142· Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., νέκταρ ἐῳνοχόει, ἐνέχεεν νέκταρ, ὡς οἶνον, «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. 3· μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. 7· ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.
Greek Monolingual
οἰνοχοεύω (Α) οινοχόος
οινοχοώ.
Greek Monotonic
οἰνοχοεύω: μόνο στον ενεστ. οἰνοχοέω, σε Όμηρ.