οἰνοδόκος: Difference between revisions
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui contient du vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[δέκομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui contient du vin]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[δέκομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, receiving or holding wine, φιάλη Pi.I.6(5).40; κύλιξ AP6.33 (Maec.): as substantive c. gen., νέκταρος οἰ. ib.257 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient du vin.
Étymologie: οἶνος, δέκομαι.
German (Pape)
Wein in sich aufnehmend, fassend; φιάλη, Pind. I. 5.37; ἀμφορεὺς νέκταρος, Antiphil. 7 (VI.257).
Russian (Dvoretsky)
οἰνοδόκος: II ὁ сосуд (Ἀδριακοῦ νέκταρος Anth.).
содержащий вино, винный (φιάλη Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἢ περιέχων οἶνον, ὁ χρησιμεύων ὡς δοχεῖον οἴνου, φιάλη Πινδ. Ι. 6 (5)· 58 ὡς οὐσιαστ. μετὰ γεν. οἴν. νέκταρος Ἀνθ. Π. 6. 257.
English (Slater)
οἰνοδόκος, -ον wine-welcoming οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν (I. 6.40)
Greek Monolingual
οἰνοδόκος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόκος
δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῦ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.
Greek Monotonic
οἰνοδόκος: -ον (δέχομαι), φιάλη για φύλαξη κρασιού, σε Πίνδ.