μαριλοκαύτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾰρῑλοκαύτης:''' ου ὁ обжигальщик угля, угольщик Soph. | |elrutext='''μᾰρῑλοκαύτης:''' ου ὁ [[обжигальщик угля]], [[угольщик]] Soph. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:10, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, charcoal-burner, S.Fr.1067 (prob. = Ichn.34, pl.).
German (Pape)
[ῑ], ὁ, der Kohlenbrenner, Hesych.
Russian (Dvoretsky)
μᾰρῑλοκαύτης: ου ὁ обжигальщик угля, угольщик Soph.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰρῑλοκαύτης: -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· μαρίλη γὰρ ἀπόψημα τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαριλοκαύτης, -ου, ὁ (Α)
αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)].