πλάττω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platto | |Transliteration C=platto | ||
|Beta Code=pla/ttw | |Beta Code=pla/ttw | ||
|Definition=Att. for [[πλάσσω]]. < | |Definition=Att. for [[πλάσσω]].<br><span class="bld">II</span> πλάττομαι, v. [[πλάζω]] (A). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. for πλάσσω.
II πλάττομαι, v. πλάζω (A).
French (Bailly abrégé)
att. c. πλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάττω, Ion. πλάσσω, poët. aor. ἔπλασσα en πλάσσα, vormen vormen, boetseren:; ἐκ γαίης... πλάσσε... παρθένῳ... ἴκελον (Hephaestus) vormde het evenbeeld van een meisje uit aarde Hes. Op. 70; π. καθάπερ ἐκ κηροῦ πόλιν als uit was een stad boetseren Plat. Lg. 746a; overdr..; ἑαυτόν π. zichzelf vormen Plat. Resp. 500d; πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον hun ziel veeleer met mythen vormen Plat. Resp. 377c; in een vorm brengen:. τὸ στόμα π. de mond in een bepaalde positie brengen Plat. Crat. 414d. verzinnen:; λόγους verhalen Soph. Ai. 148; δόξω πλάσας λέγειν het zal lijken dat ik verzinsels vertel Hdt. 8.80.2; ook med..; πλάσασθαι ψεύδη leugens bedenken Xen. An. 2.6.26; προφάσεις πλάττονται zij verzinnen uitvluchten Dem. 19.215; med. een houding aannemen, zich een houding geven. Thuc. 6.58.1.
πλάττω zie πλάζω.
German (Pape)
att. = πλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
πλάττω: атт. = πλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
πλάττω: Ἀττ. ἀντὶ πλάσσω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. πλάσσω.
Greek Monotonic
πλάττω: Αττ. αντί πλάσσω.
Mantoulidis Etymological
(=δίνω σέ κάτι μορφή, διαπλάθω). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παράγεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = πλάττω. Ἴσως ἀκόμη ἀπό ρίζα πλατ- (πλατύς) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-.
Παράγωγα: πλάσις (=μόρφωση), κατάπλασις, πλάσμα (=ὁμοίωμα), κατάπλασμα, πρόπλασμα, πλασματίας (=ψεύτικος), πλασματικός, πλασμός, μεταπλασμός, πλαστέον, πλάστης, πλαστήριον, πλαστικός, πλαστός, ἀδιάπλαστος, εὔπλαστος, καταπλαστός, ἔμπλαστρον, κοροπλάθος (=αὐτός πού φτιάχνει κοῦκλες), πηλοπλάθος.