οἰοβουκόλος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiovoukolos | |Transliteration C=oiovoukolos | ||
|Beta Code=oi)obouko/los | |Beta Code=oi)obouko/los | ||
|Definition= | |Definition=οἰοβουκόλον, [[herdsman of one heifer]], i.e. of 10, A.''Supp.''304. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:52, 25 August 2023
English (LSJ)
οἰοβουκόλον, herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.
German (Pape)
allein, nur ein Rind weidend, Aesch. Suppl. 300, von Argos.
Russian (Dvoretsky)
οἰοβουκόλος: пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ (Ἄργος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.
Greek Monolingual
οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].