ἀκαταχώριστος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatachoristos
|Transliteration C=akatachoristos
|Beta Code=a)kataxw/ristos
|Beta Code=a)kataxw/ristos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[undigested]], ὕλη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>949b3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unregistered]], Sammelb.5232.33.</span>
|Definition=ἀκαταχώριστον,<br><span class="bld">A</span> [[undigested]], ὕλη Arist.''Pr.''949b3.<br><span class="bld">II</span> [[unregistered]], Sammelb.5232.33.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταχώριστος Medium diacritics: ἀκαταχώριστος Low diacritics: ακαταχώριστος Capitals: ΑΚΑΤΑΧΩΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akatachṓristos Transliteration B: akatachōristos Transliteration C: akatachoristos Beta Code: a)kataxw/ristos

English (LSJ)

ἀκαταχώριστον,
A undigested, ὕλη Arist.Pr.949b3.
II unregistered, Sammelb.5232.33.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dividido, mal ordenado ὕλη Arist.Pr.949b3.
2 admin. no registrado en el registro de la propiedad inmobiliaria (πρᾶσις) SB 5232.33 (I d.C.), χρηματισμός SB 5232.36 (I d.C.).

German (Pape)

nicht abgesondert, unverdaut, ὕλη Arist. Probl. 28.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταχώριστος: физиол. неусвоенный, непереваренный (ὕλη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταχώριστος: -ον, ἄπεπτος, ὕλη, Ἀριστ. Προβλ. 28. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταχώριστος, -ον) καταχωρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει
«ακαταχώριστα ονόματα»
2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο
«ακαταχώριστη αγγελία»
αρχ.
αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο άπεπτος
«ἀκαταχώριστος ὕλη» (Αριστοτ. Προβλήμ. 28, 3).