ἰσήρετμος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />garni d'autant de rames.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[ἐρετμόν]]. | |btext=ος, ον :<br />][[garni d'autant de rames]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[ἐρετμόν]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:50, 8 January 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, with as many oars as, τινι E.IA242 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1263] gleich an Rudern, νῆες, Eur. I. A. 242.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]garni d'autant de rames.
Étymologie: ἴσος, ἐρετμόν.
Russian (Dvoretsky)
ἰσήρετμος: равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел (νῆες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσήρετμος: -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.
Greek Monolingual
ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκήρετμος, φιλήρετμος].