εὐανάγνωστος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐανάγνωστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[καθαρά]] [[γραμμένος]] και [[επομένως]] αναγιγνώσκεται εύκολα, ο [[ευκολοδιάβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευανάγνωστο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευκολία]] αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαναγνώστως</i> και <i>ευανάγνωστα</i><br />με ευανάγνωστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐανάγνωστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[καθαρά]] [[γραμμένος]] και [[επομένως]] αναγιγνώσκεται εύκολα, ο [[ευκολοδιάβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευανάγνωστο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευκολία]] αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαναγνώστως</i> και <i>ευανάγνωστα</i><br />με ευανάγνωστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[δυσανάγνωστος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, easy to read aloud, Arist.Rh.1407b11, Phld. Rh.1.199 S.
German (Pape)
[Seite 1056] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à lire.
Étymologie: εὖ, ἀναγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
εὐανάγνωστος: легко читающийся, удобочитаемый (τὸ γεγραμμένον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐανάγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐανάγνωστος, -ον)
αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν)
η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου.
επίρρ...
ευαναγνώστως και ευανάγνωστα
με ευανάγνωστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-γνωστος (< ανα-γιγνώσκω), πρβλ. δυσανάγνωστος].